- διάτανος
- οο διάβολος σε πιο ήπια έκφραση: Στο διάτανο!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διάτανος — και διάοτσος και διάσκατζος, ο (σε ηπιότερη έκφραση) διάβολος, σατανάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διάτανος από συμφυρμό τών διάβολος και σατανάς] … Dictionary of Greek
διατανοσύνη — διατανοσύνη, η [διάτανος] η ιδιότητα τού διαβόλου, σατανικότητα … Dictionary of Greek